παγιδεύεται

παγιδεύεται
παγιδεύω
lay a snare for
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακαλίγωτος — η, ο (και διαλ. ακαλίβωτος, ακαλίκωτος) [καλιγώνω] 1. ο απετάλωτος (για υποζύγιο ή και βόδι), που δεν έχει καλιγωθει 2. ο ξυπόλητος 3. μτφ. (δρόμος) που δεν έχει στρωθεί με πέτρες ή χαλίκια 4. μτφ. αυτός που δεν εξαπατάται, που δεν παγιδεύεται 5 …   Dictionary of Greek

  • εμφύσημα — Aφύσικη παρουσία αέρα μέσα στους ιστούς ή στις κοιλότητες του σώματος. Εξαιτίας παθολογικών επικοινωνιών μεταξύ των αεροφόρων οδών και των γύρω ιστών, μπορεί να διεισδύσει αέρας στον υποδόριο ιστό του θωρακικού τοιχώματος (υποδόριο ε.) ή στους… …   Dictionary of Greek

  • Βάκων — I (Ίλτσεστερ, Σόμερσετ 1214 – 1292;). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Άγγλου φιλόσοφου Ρότζερ Μπέικον (Roger Bacon). Σπούδασε στην Οξφόρδη και στο Παρίσι και γύρω στο 1252 μπήκε στο τάγμα των Φραγκισκανών μοναχών. Η κλίση του όμως προς την… …   Dictionary of Greek

  • ιοντική αντλία — Αντλία κενού, στην οποία το αέριο που πρόκειται να απομακρυνθεί ιονίζεται από μία δέσμη ηλεκτρονίων και τα σχηματιζόμενα θετικά ιόντα έλκονται από μία κάθοδο. Με τις αντλίες αυτές μπορεί να δημιουργηθεί κενό που φτάνει τα 10 4N/cm2 και το αέριο… …   Dictionary of Greek

  • κρινοειδή — (crinoidea). Ομοταξία θαλάσσιων εχινοδέρμων, η οποία περιλαμβάνει πολλά απολιθωμένα είδη του παλαιοζωικού και του μεσοζωικού αιώνα και λίγα σύγχρονα είδη, τα οποία ζουν κυρίως σε μεγάλα βάθη. Πρόκειται για οργανισμούς με πεντακτινωτή συμμετρία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”